σάλπες

σάλπες
Χορδωτά του υπότυπου των χιτωνόζωων, της οικογένειας των Σαλπιδών. Τα θαλάσσια αυτά ζώα, που είναι διαδομένα προπάντων στις θερμές θάλασσες, αλλά απαντιούνται με διάφορα είδη και στη Μεσόγειο, έχουν διαφανές σώμα με σχήμα περίπου κυλινδρικό, το μήκος του οποίου μπορεί να ποικίλλει από 1 ως 15 εκ. Το μπροστινό τμήμα των σ. καταλαμβάνεται από την ευρεία φαρυγγική κοιλότητα που συγκοινωνεί με τις δυο βραγχιακές σχισμές. Οι ρυθμικές συστολές του τοιχώματος του σώματος προκαλούν την είσοδο και την έξοδο του νερού: τα οργανικά μόρια που περιλαμβάνονται σ’ αυτό χρησιμοποιούνται ως τροφή του πεπτικού συστήματος. Η αναπαραγωγή των σ. γίνεται εναλλάξ με άφυλο ή έμφυλο τρόπο: από το σώμα των άφυλων, που ζουν πάντοτε μεμονωμένες, προβάλλει μια γονιμοποιητική εκβλάστηση, που λέγεται στόλων, από την οποία προέρχονται μικρές σ. έμφυλου τύπου· αυτές μένουν συνενωμένες, αποτελώντας ευθύγραμμες ή δακτυλιοειδείς αποικίες, ανάλογα με τα είδη, και με αβγά γεννούν με τη σειρά τους νέες μεμονωμένες σάλπες. Η σ. η μεγίστη (salpa maxima), βρέθηκε στους τρεις ωκεανούς και στη Μεσόγειο. Ένα άλλο είδος, που απαντιέται σε όλες τις θάλασσες, είναι η σ. η ατρακτοειδείς (salpafusifor-mis), που κατορθώνει v’ αντέχει χωρίς βλάβες σε υψηλές διακυμάνσεις αλμυρότητας και θερμοκρασίας· η μεμονωμένη μορφή τους μπορεί να φτάσει το μήκος των 8 εκ. Παρόλο ότι είναι λιγότερο φωσφορίζουσες από άλλα θαλειοειδή, όπως οι πυροσωμίδες, οι σ. καθιστούν φωτεινές πολύ εκτεταμένες θαλάσσιες ζώνες. Σάλπη και κοινώς σάλπα ή σάρπα ονομάζεται επίσης και το γνωστό στις θάλασσες μας ψάρι βωξ η σάλπη: είναι ακανθοπτερύγιο ψάρι της ομοταξίας των σπαριδών- το μήκος του μπορεί να φτάσει 40 εκ.· έχει χρώμα σταχτογάλαζο ή πρασινωπό με μακριές χρυσές γραμμές. Είναι ζώο ερμαφρόδιτο και το κρέας του είναι κατώτερης ποιότητας. Οι σάλπες, διαδομένες κυρίως στις θερμές θάλασσες, έχουν διαφανές, σχεδόν κυλινδρικό σώμα.
* * *
οι, Ν
ζωολ. γενική επιστημονική ονομασία τής τάξης salpida και τού γένους salpa θαλειοειδών χιτωνοζώων, πλαγκτονικών διάφανων ζελατινοειδών χορδωτών τών θερμών και εύκρατων θαλασσών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • σχιζογένεση — η, Ν βιολ. τύπος μονογονίας με πολλαπλή κατάτμηση, ο οποίος απαντά σε ορισμένους πολύχαιτους και ολιγόχαιτους δακτυλιοσκώληκες, καθώς και σε πλατυέλμινθες στροβιλιστικούς σάλπες κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schizogenesis (< σχίζω + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”